Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μετεκβαίνω
μετεκδίδωμι
μετεκδύομαι
μετελευστέος
μετεμβαίνω
μετεμβιβάζω
μετέμφυτος
μετενδύω
μετεννέπω
μετεντίθημι
μετεξαιρέομαι
μετεξανίσταμαι
μετεξέτεροι
μετέπειτα
μετέρχομαι
μετεύχομαι
μετέχω
μετεωρίζω
μετεωροκοπέω
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
View word page
μετεξαιρέομαι
μετεξαιρέομαι Mid. to take out of and put elsewhere, Dem.

ShortDef

to take out of and put elsewhere

Debugging

Headword:
μετεξαιρέομαι
Headword (normalized):
μετεξαιρέομαι
Headword (normalized/stripped):
μετεξαιρεομαι
IDX:
20994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21015
Key:
metecaire/omai

Data

{'content': 'μετεξαιρέομαι\n Mid. to take out of and put elsewhere, Dem.', 'key': 'metecaire/omai'}