Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μετεῖπον
μετεκβαίνω
μετεκδίδωμι
μετεκδύομαι
μετελευστέος
μετεμβαίνω
μετεμβιβάζω
μετέμφυτος
μετενδύω
μετεννέπω
μετεντίθημι
μετεξαιρέομαι
μετεξανίσταμαι
μετεξέτεροι
μετέπειτα
μετέρχομαι
μετεύχομαι
μετέχω
μετεωρίζω
μετεωροκοπέω
μετεωρολέσχης
View word page
μετεντίθημι
μετεντίθημι to put into another place: Mid., μετεντίθεσθαι τὸν γόμον to shift a shipʼs cargo, Dem.
ShortDef
to put into another place
Debugging
Headword:
μετεντίθημι
Headword (normalized):
μετεντίθημι
Headword (normalized/stripped):
μετεντιθημι
IDX:
20993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21014
Key:
metenti/qhmi
Data
{'content': 'μετεντίθημι\n to put into another place: Mid., μετεντίθεσθαι τὸν γόμον to shift a shipʼs cargo, Dem.', 'key': 'metenti/qhmi'}