Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μετεγγράφω
μέτειμι
μέτειμι
μετεῖπον
μετεκβαίνω
μετεκδίδωμι
μετεκδύομαι
μετελευστέος
μετεμβαίνω
μετεμβιβάζω
μετέμφυτος
μετενδύω
μετεννέπω
μετεντίθημι
μετεξαιρέομαι
μετεξανίσταμαι
μετεξέτεροι
μετέπειτα
μετέρχομαι
μετεύχομαι
μετέχω
View word page
μετέμφυτος
μετέμφυτος μετ-έμφῦτος, ον engrafted afresh, Anth.

ShortDef

engrafted afresh

Debugging

Headword:
μετέμφυτος
Headword (normalized):
μετέμφυτος
Headword (normalized/stripped):
μετεμφυτος
IDX:
20990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21011
Key:
mete/mfutos

Data

{'content': 'μετέμφυτος\n μετ-έμφῦτος, ον\n engrafted afresh, Anth.', 'key': 'mete/mfutos'}