Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεταψαίρω
μετεγγράφω
μέτειμι
μέτειμι
μετεῖπον
μετεκβαίνω
μετεκδίδωμι
μετεκδύομαι
μετελευστέος
μετεμβαίνω
μετεμβιβάζω
μετέμφυτος
μετενδύω
μετεννέπω
μετεντίθημι
μετεξαιρέομαι
μετεξανίσταμαι
μετεξέτεροι
μετέπειτα
μετέρχομαι
μετεύχομαι
View word page
μετεμβιβάζω
μετεμβιβάζω Causal of μετ-εμβαίνω, to put on board another ship, Thuc.

ShortDef

to put on board another

Debugging

Headword:
μετεμβιβάζω
Headword (normalized):
μετεμβιβάζω
Headword (normalized/stripped):
μετεμβιβαζω
IDX:
20989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21010
Key:
metembiba/zw

Data

{'content': 'μετεμβιβάζω\n Causal of μετ-εμβαίνω, to put on board another ship, Thuc.', 'key': 'metembiba/zw'}