Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεταχωρέω
μεταψαίρω
μετεγγράφω
μέτειμι
μέτειμι
μετεῖπον
μετεκβαίνω
μετεκδίδωμι
μετεκδύομαι
μετελευστέος
μετεμβαίνω
μετεμβιβάζω
μετέμφυτος
μετενδύω
μετεννέπω
μετεντίθημι
μετεξαιρέομαι
μετεξανίσταμαι
μετεξέτεροι
μετέπειτα
μετέρχομαι
View word page
μετεμβαίνω
μετεμβαίνω to go on board another ship, Plut.
ShortDef
to go on board another
Debugging
Headword:
μετεμβαίνω
Headword (normalized):
μετεμβαίνω
Headword (normalized/stripped):
μετεμβαινω
IDX:
20988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21009
Key:
metembai/nw
Data
{'content': 'μετεμβαίνω\n to go on board another ship, Plut.', 'key': 'metembai/nw'}