Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μετάχρονος
μεταχωρέω
μεταψαίρω
μετεγγράφω
μέτειμι
μέτειμι
μετεῖπον
μετεκβαίνω
μετεκδίδωμι
μετεκδύομαι
μετελευστέος
μετεμβαίνω
μετεμβιβάζω
μετέμφυτος
μετενδύω
μετεννέπω
μετεντίθημι
μετεξαιρέομαι
μετεξανίσταμαι
μετεξέτεροι
μετέπειτα
View word page
μετελευστέος
μετελευστέος μετ-ελευστέος, ον verb. adj., one must punish, Luc.
ShortDef
one must punish
Debugging
Headword:
μετελευστέος
Headword (normalized):
μετελευστέος
Headword (normalized/stripped):
μετελευστεος
IDX:
20987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21008
Key:
meteleuste/os
Data
{'content': 'μετελευστέος\n μετ-ελευστέος, ον\n verb. adj.,\n one must punish, Luc.', 'key': 'meteleuste/os'}