Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεταχρόνιος
μετάχρονος
μεταχωρέω
μεταψαίρω
μετεγγράφω
μέτειμι
μέτειμι
μετεῖπον
μετεκβαίνω
μετεκδίδωμι
μετεκδύομαι
μετελευστέος
μετεμβαίνω
μετεμβιβάζω
μετέμφυτος
μετενδύω
μετεννέπω
μετεντίθημι
μετεξαιρέομαι
μετεξανίσταμαι
μετεξέτεροι
View word page
μετεκδύομαι
μετεκδύομαι Mid. to pull off oneʼs own clothes and put on others, to assume, Plut.

ShortDef

to pull off one's own clothes and put on others, to assume

Debugging

Headword:
μετεκδύομαι
Headword (normalized):
μετεκδύομαι
Headword (normalized/stripped):
μετεκδυομαι
IDX:
20986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21007
Key:
metekdu/omai

Data

{'content': 'μετεκδύομαι\n Mid. to pull off oneʼs own clothes and put on others, to assume, Plut.', 'key': 'metekdu/omai'}