Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεταχειρίζω
μεταχρόνιος
μετάχρονος
μεταχωρέω
μεταψαίρω
μετεγγράφω
μέτειμι
μέτειμι
μετεῖπον
μετεκβαίνω
μετεκδίδωμι
μετεκδύομαι
μετελευστέος
μετεμβαίνω
μετεμβιβάζω
μετέμφυτος
μετενδύω
μετεννέπω
μετεντίθημι
μετεξαιρέομαι
μετεξανίσταμαι
View word page
μετεκδίδωμι
μετεκδίδωμι to lend out, Plut.
ShortDef
to lend out
Debugging
Headword:
μετεκδίδωμι
Headword (normalized):
μετεκδίδωμι
Headword (normalized/stripped):
μετεκδιδωμι
IDX:
20985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21006
Key:
metekdi/dwmi
Data
{'content': 'μετεκδίδωμι\n to lend out, Plut.', 'key': 'metekdi/dwmi'}