Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεταφράζω
μετάφρασις
μετάφρενον
μεταφωνέω
μεταχειρίζω
μεταχρόνιος
μετάχρονος
μεταχωρέω
μεταψαίρω
μετεγγράφω
μέτειμι
μέτειμι
μετεῖπον
μετεκβαίνω
μετεκδίδωμι
μετεκδύομαι
μετελευστέος
μετεμβαίνω
μετεμβιβάζω
μετέμφυτος
μετενδύω
View word page
μέτειμι
μέτειμι εἰμί sum to be among, c. dat. pl., Hom.; absol., οὐ παυσωλὴ μετέσσεται no interval of rest will be mine, Il. impers., μέτεστί μοί τινος I have a share in or claim to a thing, Hdt., Attic:—so part. neut. used absol., οὐδὲν Αἰολεῦσι μετεὸν τῆς χώρης since the Aeolians had no share in the land, Hdt. sometimes the share is added in nom., μέτεστι πᾶσι τὸ ἴσον Thuc.; ἐμοὶ τούτων οὐδὲν μ. Plat.

ShortDef

be among; (+dat and gen) have a share in
go among, go after

Debugging

Headword:
μέτειμι
Headword (normalized):
μέτειμι
Headword (normalized/stripped):
μετειμι
IDX:
20981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21002
Key:
me/teimi1

Data

{'content': 'μέτειμι\n εἰμί sum\n to be among, c. dat. pl., Hom.; absol., οὐ παυσωλὴ μετέσσεται no interval of rest will be mine, Il.\n impers., μέτεστί μοί τινος I have a share in or claim to a thing, Hdt., Attic:—so part. neut. used absol., οὐδὲν Αἰολεῦσι μετεὸν τῆς χώρης since the Aeolians had no share in the land, Hdt.\n sometimes the share is added in nom., μέτεστι πᾶσι τὸ ἴσον Thuc.; ἐμοὶ τούτων οὐδὲν μ. Plat.', 'key': 'me/teimi1'}