Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεταφορικός
μεταφράζω
μετάφρασις
μετάφρενον
μεταφωνέω
μεταχειρίζω
μεταχρόνιος
μετάχρονος
μεταχωρέω
μεταψαίρω
μετεγγράφω
μέτειμι
μέτειμι
μετεῖπον
μετεκβαίνω
μετεκδίδωμι
μετεκδύομαι
μετελευστέος
μετεμβαίνω
μετεμβιβάζω
μετέμφυτος
View word page
μετεγγράφω
μετεγγράφω fut. ψω to put upon a new register: 3 sg. fut. 2 pass. μετεγγραφήσεται he will be put on a new register, Ar.
ShortDef
to put upon a new register
Debugging
Headword:
μετεγγράφω
Headword (normalized):
μετεγγράφω
Headword (normalized/stripped):
μετεγγραφω
IDX:
20980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21001
Key:
meteggra/fw
Data
{'content': 'μετεγγράφω\n fut. ψω\n to put upon a new register: 3 sg. fut. 2 pass. μετεγγραφήσεται he will be put on a new register, Ar.', 'key': 'meteggra/fw'}