Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεταφορέω
μεταφορικός
μεταφράζω
μετάφρασις
μετάφρενον
μεταφωνέω
μεταχειρίζω
μεταχρόνιος
μετάχρονος
μεταχωρέω
μεταψαίρω
μετεγγράφω
μέτειμι
μέτειμι
μετεῖπον
μετεκβαίνω
μετεκδίδωμι
μετεκδύομαι
μετελευστέος
μετεμβαίνω
μετεμβιβάζω
View word page
μεταψαίρω
μεταψαίρω to brush against a thing, c. acc., Eur.

ShortDef

to brush against

Debugging

Headword:
μεταψαίρω
Headword (normalized):
μεταψαίρω
Headword (normalized/stripped):
μεταψαιρω
IDX:
20979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21000
Key:
metayai/rw

Data

{'content': 'μεταψαίρω\n to brush against a thing, c. acc., Eur.', 'key': 'metayai/rw'}