Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀβασίλευτος
ἀβάσκαντος
ἀβάστακτος
ἄβατος
ἀββα
Ἀβδηρίτης
Ἀβδηριτικός
ἀβέβαιος
ἀβέβηλος
ἀβελτερία
ἀβέλτερος
ἀβίαστος
ἄβιος
ἀβίωτος
ἀβλάβεια
ἀβλαβής
ἀβλέφαρος
ἀβλής
ἄβλητος
ἀβληχής
ἀβληχρός
View word page
ἀβέλτερος
ἀβέλτερος good for nothing, silly, stupid, fatuous, Ar., etc.;—Sup. -ώτατος, Ar.

ShortDef

good for nothing, silly, stupid, fatuous

Debugging

Headword:
ἀβέλτερος
Headword (normalized):
ἀβέλτερος
Headword (normalized/stripped):
αβελτερος
IDX:
21
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n21
Key:
a)be/lteros

Data

{'content': 'ἀβέλτερος\n good for nothing, silly, stupid, fatuous, Ar., etc.;—Sup. -ώτατος, Ar.', 'key': 'a)be/lteros'}