Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μετάφημι
μεταφορέω
μεταφορικός
μεταφράζω
μετάφρασις
μετάφρενον
μεταφωνέω
μεταχειρίζω
μεταχρόνιος
μετάχρονος
μεταχωρέω
μεταψαίρω
μετεγγράφω
μέτειμι
μέτειμι
μετεῖπον
μετεκβαίνω
μετεκδίδωμι
μετεκδύομαι
μετελευστέος
μετεμβαίνω
View word page
μεταχωρέω
μεταχωρέω fut. ήσω to go to another place, to withdraw, migrate, emigrate, Aesch., Thuc.

ShortDef

to go to another place, to withdraw, migrate, emigrate

Debugging

Headword:
μεταχωρέω
Headword (normalized):
μεταχωρέω
Headword (normalized/stripped):
μεταχωρεω
IDX:
20978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20999
Key:
metaxwre/w

Data

{'content': 'μεταχωρέω\n fut. ήσω\n to go to another place, to withdraw, migrate, emigrate, Aesch., Thuc.', 'key': 'metaxwre/w'}