Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεταυτίκα
μεταφέρω
μετάφημι
μεταφορέω
μεταφορικός
μεταφράζω
μετάφρασις
μετάφρενον
μεταφωνέω
μεταχειρίζω
μεταχρόνιος
μετάχρονος
μεταχωρέω
μεταψαίρω
μετεγγράφω
μέτειμι
μέτειμι
μετεῖπον
μετεκβαίνω
μετεκδίδωμι
μετεκδύομαι
View word page
μεταχρόνιος
μεταχρόνιος μετα-χρόνιος, ον χρόνος happening afterwards, Luc. in Hes. = μετάρσιος.
ShortDef
happening afterwards
Debugging
Headword:
μεταχρόνιος
Headword (normalized):
μεταχρόνιος
Headword (normalized/stripped):
μεταχρονιος
IDX:
20976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20997
Key:
metaxro/nios
Data
{'content': 'μεταχρόνιος\n μετα-χρόνιος, ον\n χρόνος\n happening afterwards, Luc.\n in Hes. = μετάρσιος.', 'key': 'metaxro/nios'}