Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεταῦθις
μέταυλος
μεταυτίκα
μεταφέρω
μετάφημι
μεταφορέω
μεταφορικός
μεταφράζω
μετάφρασις
μετάφρενον
μεταφωνέω
μεταχειρίζω
μεταχρόνιος
μετάχρονος
μεταχωρέω
μεταψαίρω
μετεγγράφω
μέτειμι
μέτειμι
μετεῖπον
μετεκβαίνω
View word page
μεταφωνέω
μεταφωνέω to speak among others, c. dat. pl., Il.
ShortDef
to speak among
Debugging
Headword:
μεταφωνέω
Headword (normalized):
μεταφωνέω
Headword (normalized/stripped):
μεταφωνεω
IDX:
20974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20995
Key:
metafwne/w
Data
{'content': 'μεταφωνέω\n to speak among others, c. dat. pl., Il.', 'key': 'metafwne/w'}