Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μετατροπαλίζομαι
μετατροπή
μετατροπία
μετάτροπος
μεταυγάζω
μεταυδάω
μεταῦθις
μέταυλος
μεταυτίκα
μεταφέρω
μετάφημι
μεταφορέω
μεταφορικός
μεταφράζω
μετάφρασις
μετάφρενον
μεταφωνέω
μεταχειρίζω
μεταχρόνιος
μετάχρονος
μεταχωρέω
View word page
μετάφημι
μετάφημι imperf. μετ-έφην cf. μετεῖπον to speak among others, to address them, c. dat. pl., Hom. c. acc. pers. to accost, Il.

ShortDef

to speak among

Debugging

Headword:
μετάφημι
Headword (normalized):
μετάφημι
Headword (normalized/stripped):
μεταφημι
IDX:
20968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20989
Key:
meta/fhmi

Data

{'content': 'μετάφημι\n imperf. μετ-έφην\n cf. μετεῖπον\n to speak among others, to address them, c. dat. pl., Hom.\n c. acc. pers. to accost, Il.', 'key': 'meta/fhmi'}