Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μετατρέχω
μετατροπαλίζομαι
μετατροπή
μετατροπία
μετάτροπος
μεταυγάζω
μεταυδάω
μεταῦθις
μέταυλος
μεταυτίκα
μεταφέρω
μετάφημι
μεταφορέω
μεταφορικός
μεταφράζω
μετάφρασις
μετάφρενον
μεταφωνέω
μεταχειρίζω
μεταχρόνιος
μετάχρονος
View word page
μεταφέρω
μεταφέρω fut. μετ-οίσω aor1 -ήνεγκα perf. -ενήνοχα to carry over, transfer, Dem.; μ. κέντρα πώλοις to apply the goad to the horses in turn, Eur. to change, alter, Soph., Dem.; μ. τὰ δίκαια to change, confound, Aeschin. in Rhetoric, to use a word in a changed sense, to employ a metaphor, Arist.

ShortDef

to carry over, transfer

Debugging

Headword:
μεταφέρω
Headword (normalized):
μεταφέρω
Headword (normalized/stripped):
μεταφερω
IDX:
20967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20988
Key:
metafe/rw

Data

{'content': 'μεταφέρω\n fut. μετ-οίσω\n aor1 -ήνεγκα\n perf. -ενήνοχα\n to carry over, transfer, Dem.; μ. κέντρα πώλοις to apply the goad to the horses in turn, Eur.\n to change, alter, Soph., Dem.; μ. τὰ δίκαια to change, confound, Aeschin.\n in Rhetoric, to use a word in a changed sense, to employ a metaphor, Arist.', 'key': 'metafe/rw'}