Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μετατρέπω
μετατρέχω
μετατροπαλίζομαι
μετατροπή
μετατροπία
μετάτροπος
μεταυγάζω
μεταυδάω
μεταῦθις
μέταυλος
μεταυτίκα
μεταφέρω
μετάφημι
μεταφορέω
μεταφορικός
μεταφράζω
μετάφρασις
μετάφρενον
μεταφωνέω
μεταχειρίζω
μεταχρόνιος
View word page
μεταυτίκα
μεταυτίκα just after, presently after, Hdt.
ShortDef
just after, presently after
Debugging
Headword:
μεταυτίκα
Headword (normalized):
μεταυτίκα
Headword (normalized/stripped):
μεταυτικα
IDX:
20966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20987
Key:
metauti/ka
Data
{'content': 'μεταυτίκα\n just after, presently after, Hdt.', 'key': 'metauti/ka'}