Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μετάσχεσις
μετασχηματίζω
μετατάσσω
μετατίθημι
μετατίκτω
μετατρέπω
μετατρέχω
μετατροπαλίζομαι
μετατροπή
μετατροπία
μετάτροπος
μεταυγάζω
μεταυδάω
μεταῦθις
μέταυλος
μεταυτίκα
μεταφέρω
μετάφημι
μεταφορέω
μεταφορικός
μεταφράζω
View word page
μετάτροπος
μετάτροπος μετάτροπος, ον μετατρέπω turning about, returning, Anth. turning round upon, Aesch.; ἔργα μετάτροπα deeds that turn upon their author or are visited with vengeance, Hes.; so, μ. αὖραι Eur.; πολέμου μετάτροπος αὔρα Ar.

ShortDef

turning about, returning

Debugging

Headword:
μετάτροπος
Headword (normalized):
μετάτροπος
Headword (normalized/stripped):
μετατροπος
IDX:
20961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20982
Key:
meta/tropos

Data

{'content': 'μετάτροπος\n μετάτροπος, ον\n μετατρέπω\n turning about, returning, Anth.\n turning round upon, Aesch.; ἔργα μετάτροπα deeds that turn upon their author or are visited with vengeance, Hes.; so, μ. αὖραι Eur.; πολέμου μετάτροπος αὔρα Ar.', 'key': 'meta/tropos'}