μετάτροπος
μετάτροπος
μετάτροπος, ον
μετατρέπω
turning about, returning, Anth.
turning round upon, Aesch.; ἔργα μετάτροπα deeds that turn upon their author or are visited with vengeance, Hes.; so, μ. αὖραι Eur.; πολέμου μετάτροπος αὔρα Ar.