Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεταστοιχεί
μεταστοναχίζομαι
μεταστρατοπεδεύω
μεταστρεπτικός
μεταστρέφω
μεταστροφή
μετάσχεσις
μετασχηματίζω
μετατάσσω
μετατίθημι
μετατίκτω
μετατρέπω
μετατρέχω
μετατροπαλίζομαι
μετατροπή
μετατροπία
μετάτροπος
μεταυγάζω
μεταυδάω
μεταῦθις
μέταυλος
View word page
μετατίκτω
μετατίκτω to bring forth afterwards, Aesch.

ShortDef

to bring forth afterwards

Debugging

Headword:
μετατίκτω
Headword (normalized):
μετατίκτω
Headword (normalized/stripped):
μετατικτω
IDX:
20955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20976
Key:
metati/ktw

Data

{'content': 'μετατίκτω\n to bring forth afterwards, Aesch.', 'key': 'metati/ktw'}