Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεταστείχω
μεταστέλλω
μεταστένω
μεταστοιχεί
μεταστοναχίζομαι
μεταστρατοπεδεύω
μεταστρεπτικός
μεταστρέφω
μεταστροφή
μετάσχεσις
μετασχηματίζω
μετατάσσω
μετατίθημι
μετατίκτω
μετατρέπω
μετατρέχω
μετατροπαλίζομαι
μετατροπή
μετατροπία
μετάτροπος
μεταυγάζω
View word page
μετασχηματίζω
μετασχηματίζω fut. Attic ιῶ to change the form of a person or thing, Plat. to transfer as in a figure, NTest.

ShortDef

to change the form of

Debugging

Headword:
μετασχηματίζω
Headword (normalized):
μετασχηματίζω
Headword (normalized/stripped):
μετασχηματιζω
IDX:
20952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20973
Key:
metasxhmati/zw

Data

{'content': 'μετασχηματίζω\n fut. Attic ιῶ\n to change the form of a person or thing, Plat.\n to transfer as in a figure, NTest.', 'key': 'metasxhmati/zw'}