μεταστρεπτικός
μεταστρεπτικός
μεταστρεπτικός, ή, όν
fit for turning another way, fit for directing, Plat.
from μεταστρέφω
{ "content": "μεταστρεπτικός\n μεταστρεπτικός, ή, όν\n fit for turning another way, fit for directing, Plat.\n from μεταστρέφω", "key": "metastreptiko/s" }