Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μετασπάω
μέτασσα
μετάστασις
μεταστατέος
μεταστείχω
μεταστέλλω
μεταστένω
μεταστοιχεί
μεταστοναχίζομαι
μεταστρατοπεδεύω
μεταστρεπτικός
μεταστρέφω
μεταστροφή
μετάσχεσις
μετασχηματίζω
μετατάσσω
μετατίθημι
μετατίκτω
μετατρέπω
μετατρέχω
μετατροπαλίζομαι
View word page
μεταστρεπτικός
μεταστρεπτικός μεταστρεπτικός, ή, όν fit for turning another way, fit for directing, Plat. from μεταστρέφω

ShortDef

fit for turning another way, fit for directing

Debugging

Headword:
μεταστρεπτικός
Headword (normalized):
μεταστρεπτικός
Headword (normalized/stripped):
μεταστρεπτικος
IDX:
20948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20969
Key:
metastreptiko/s

Data

{'content': 'μεταστρεπτικός\n μεταστρεπτικός, ή, όν\n fit for turning another way, fit for directing, Plat.\n from μεταστρέφω', 'key': 'metastreptiko/s'}