Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μετασκευάζω
μετασπάω
μέτασσα
μετάστασις
μεταστατέος
μεταστείχω
μεταστέλλω
μεταστένω
μεταστοιχεί
μεταστοναχίζομαι
μεταστρατοπεδεύω
μεταστρεπτικός
μεταστρέφω
μεταστροφή
μετάσχεσις
μετασχηματίζω
μετατάσσω
μετατίθημι
μετατίκτω
μετατρέπω
μετατρέχω
View word page
μεταστρατοπεδεύω
μεταστρατοπεδεύω fut. σω to shift oneʼs ground or camp, Polyb.:—so in Mid., Xen.

ShortDef

to shift one's ground

Debugging

Headword:
μεταστρατοπεδεύω
Headword (normalized):
μεταστρατοπεδεύω
Headword (normalized/stripped):
μεταστρατοπεδευω
IDX:
20947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20968
Key:
metastratopedeu/w

Data

{'content': 'μεταστρατοπεδεύω\n fut. σω\n to shift oneʼs ground or camp, Polyb.:—so in Mid., Xen.', 'key': 'metastratopedeu/w'}