Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεταρσιόω
μετάρσιος
μετασεύομαι
μετασκευάζω
μετασπάω
μέτασσα
μετάστασις
μεταστατέος
μεταστείχω
μεταστέλλω
μεταστένω
μεταστοιχεί
μεταστοναχίζομαι
μεταστρατοπεδεύω
μεταστρεπτικός
μεταστρέφω
μεταστροφή
μετάσχεσις
μετασχηματίζω
μετατάσσω
μετατίθημι
View word page
μεταστένω
μεταστένω only in pres. and imperf., to lament afterwards, Od., Aesch. to lament after this or next, Eur.

ShortDef

to lament afterwards

Debugging

Headword:
μεταστένω
Headword (normalized):
μεταστένω
Headword (normalized/stripped):
μεταστενω
IDX:
20944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20965
Key:
metaste/nw

Data

{'content': 'μεταστένω\n only in pres. and imperf., to lament afterwards, Od., Aesch.\n to lament after this or next, Eur.', 'key': 'metaste/nw'}