Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεταρρυθμίζω
μεταρσιολεσχία
μεταρσιόω
μετάρσιος
μετασεύομαι
μετασκευάζω
μετασπάω
μέτασσα
μετάστασις
μεταστατέος
μεταστείχω
μεταστέλλω
μεταστένω
μεταστοιχεί
μεταστοναχίζομαι
μεταστρατοπεδεύω
μεταστρεπτικός
μεταστρέφω
μεταστροφή
μετάσχεσις
μετασχηματίζω
View word page
μεταστείχω
μεταστείχω fut. ξω to go in quest of, τινά Eur.

ShortDef

to go in quest of

Debugging

Headword:
μεταστείχω
Headword (normalized):
μεταστείχω
Headword (normalized/stripped):
μεταστειχω
IDX:
20942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20963
Key:
metastei/xw

Data

{'content': 'μεταστείχω\n fut. ξω\n to go in quest of, τινά Eur.', 'key': 'metastei/xw'}