Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεταρρίπτω
μεταρρυθμίζω
μεταρσιολεσχία
μεταρσιόω
μετάρσιος
μετασεύομαι
μετασκευάζω
μετασπάω
μέτασσα
μετάστασις
μεταστατέος
μεταστείχω
μεταστέλλω
μεταστένω
μεταστοιχεί
μεταστοναχίζομαι
μεταστρατοπεδεύω
μεταστρεπτικός
μεταστρέφω
μεταστροφή
μετάσχεσις
View word page
μεταστατέος
μεταστατέος μετα-στᾰτέος, ον verb. adj. one must alter, Isocr.

ShortDef

one must alter

Debugging

Headword:
μεταστατέος
Headword (normalized):
μεταστατέος
Headword (normalized/stripped):
μεταστατεος
IDX:
20941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20962
Key:
metastate/os

Data

{'content': 'μεταστατέος\n μετα-στᾰτέος, ον\n verb. adj.\n one must alter, Isocr.', 'key': 'metastate/os'}