Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεταπρέπω
μετάπτωσις
μεταπύργιον
μεταρίθμιος
μεταρρέω
μεταρρίπτω
μεταρρυθμίζω
μεταρσιολεσχία
μεταρσιόω
μετάρσιος
μετασεύομαι
μετασκευάζω
μετασπάω
μέτασσα
μετάστασις
μεταστατέος
μεταστείχω
μεταστέλλω
μεταστένω
μεταστοιχεί
μεταστοναχίζομαι
View word page
μετασεύομαι
μετασεύομαι Epic μετασσεύομαι 3rd sg. Epic aor2 μετέσσυτο Pass.:— to rush towards or after, Il.:— c. acc. to rush upon, μετέσσυτο ποιμένα λαῶν Il.

ShortDef

to rush towards

Debugging

Headword:
μετασεύομαι
Headword (normalized):
μετασεύομαι
Headword (normalized/stripped):
μετασευομαι
IDX:
20936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20957
Key:
metaseu/omai

Data

{'content': 'μετασεύομαι\n Epic μετασσεύομαι\n 3rd sg. Epic aor2 μετέσσυτο\n Pass.:— to rush towards or after, Il.:— c. acc. to rush upon, μετέσσυτο ποιμένα λαῶν Il.', 'key': 'metaseu/omai'}