Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μετάπρασις
μεταπρεπής
μεταπρέπω
μετάπτωσις
μεταπύργιον
μεταρίθμιος
μεταρρέω
μεταρρίπτω
μεταρρυθμίζω
μεταρσιολεσχία
μεταρσιόω
μετάρσιος
μετασεύομαι
μετασκευάζω
μετασπάω
μέτασσα
μετάστασις
μεταστατέος
μεταστείχω
μεταστέλλω
μεταστένω
View word page
μεταρσιόω
μεταρσιόω Mid.-Pass. to rise, be lifted, high into the air, νέφος μεταρσιωθέν Hdt., from μετάρσιος

ShortDef

lift up, mid. to rise high into the air

Debugging

Headword:
μεταρσιόω
Headword (normalized):
μεταρσιόω
Headword (normalized/stripped):
μεταρσιοω
IDX:
20934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20955
Key:
metarsio/omai

Data

{'content': 'μεταρσιόω\n Mid.-Pass. to rise, be lifted, high into the air, νέφος μεταρσιωθέν Hdt.,\n from μετάρσιος', 'key': 'metarsio/omai'}