Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεταπορεύομαι
μετάπρασις
μεταπρεπής
μεταπρέπω
μετάπτωσις
μεταπύργιον
μεταρίθμιος
μεταρρέω
μεταρρίπτω
μεταρρυθμίζω
μεταρσιολεσχία
μεταρσιόω
μετάρσιος
μετασεύομαι
μετασκευάζω
μετασπάω
μέτασσα
μετάστασις
μεταστατέος
μεταστείχω
μεταστέλλω
View word page
μεταρσιολεσχία
μεταρσιολεσχία μεταρσιο-λεσχία, ἡ, λέσχης = μετεωρολογία, Plut.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
μεταρσιολεσχία
Headword (normalized):
μεταρσιολεσχία
Headword (normalized/stripped):
μεταρσιολεσχια
IDX:
20933
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20954
Key:
metarsiolesxi/a
Data
{'content': 'μεταρσιολεσχία\n μεταρσιο-λεσχία, ἡ,\n λέσχης\n = μετεωρολογία, Plut.', 'key': 'metarsiolesxi/a'}