Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεταποιέω
μεταπορεύομαι
μετάπρασις
μεταπρεπής
μεταπρέπω
μετάπτωσις
μεταπύργιον
μεταρίθμιος
μεταρρέω
μεταρρίπτω
μεταρρυθμίζω
μεταρσιολεσχία
μεταρσιόω
μετάρσιος
μετασεύομαι
μετασκευάζω
μετασπάω
μέτασσα
μετάστασις
μεταστατέος
μεταστείχω
View word page
μεταρρυθμίζω
μεταρρυθμίζω fut. σω to change the fashion of a thing, to remodel, Hdt., Aesch.:— to reform, amend, Xen.

ShortDef

to change the fashion of

Debugging

Headword:
μεταρρυθμίζω
Headword (normalized):
μεταρρυθμίζω
Headword (normalized/stripped):
μεταρρυθμιζω
IDX:
20932
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20953
Key:
metarruqmi/zw

Data

{'content': 'μεταρρυθμίζω\n fut. σω\n to change the fashion of a thing, to remodel, Hdt., Aesch.:— to reform, amend, Xen.', 'key': 'metarruqmi/zw'}