Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεταπλάσσω
μεταποιέω
μεταπορεύομαι
μετάπρασις
μεταπρεπής
μεταπρέπω
μετάπτωσις
μεταπύργιον
μεταρίθμιος
μεταρρέω
μεταρρίπτω
μεταρρυθμίζω
μεταρσιολεσχία
μεταρσιόω
μετάρσιος
μετασεύομαι
μετασκευάζω
μετασπάω
μέτασσα
μετάστασις
μεταστατέος
View word page
μεταρρίπτω
μεταρρίπτω fut. ψω to turn upside down, Dem.

ShortDef

to turn upside down

Debugging

Headword:
μεταρρίπτω
Headword (normalized):
μεταρρίπτω
Headword (normalized/stripped):
μεταρριπτω
IDX:
20931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20952
Key:
metarri/ptw

Data

{'content': 'μεταρρίπτω\n fut. ψω\n to turn upside down, Dem.', 'key': 'metarri/ptw'}