Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεταπίπτω
μεταπλάσσω
μεταποιέω
μεταπορεύομαι
μετάπρασις
μεταπρεπής
μεταπρέπω
μετάπτωσις
μεταπύργιον
μεταρίθμιος
μεταρρέω
μεταρρίπτω
μεταρρυθμίζω
μεταρσιολεσχία
μεταρσιόω
μετάρσιος
μετασεύομαι
μετασκευάζω
μετασπάω
μέτασσα
μετάστασις
View word page
μεταρρέω
μεταρρέω fut. -ρεύσομαι to flow differently, to change to and fro, ebb and flow, Arist.
ShortDef
to flow differently, to change to and fro, ebb and flow
Debugging
Headword:
μεταρρέω
Headword (normalized):
μεταρρέω
Headword (normalized/stripped):
μεταρρεω
IDX:
20930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20951
Key:
metarre/w
Data
{'content': 'μεταρρέω\n fut. -ρεύσομαι\n to flow differently, to change to and fro, ebb and flow, Arist.', 'key': 'metarre/w'}