Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεταπηδάω
μεταπίπτω
μεταπλάσσω
μεταποιέω
μεταπορεύομαι
μετάπρασις
μεταπρεπής
μεταπρέπω
μετάπτωσις
μεταπύργιον
μεταρίθμιος
μεταρρέω
μεταρρίπτω
μεταρρυθμίζω
μεταρσιολεσχία
μεταρσιόω
μετάρσιος
μετασεύομαι
μετασκευάζω
μετασπάω
μέτασσα
View word page
μεταρίθμιος
μεταρίθμιος μετ-ᾰρίθμιος, ον ἀριθμός counted among others, c. dat. pl., Hhymn.

ShortDef

counted among

Debugging

Headword:
μεταρίθμιος
Headword (normalized):
μεταρίθμιος
Headword (normalized/stripped):
μεταριθμιος
IDX:
20929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20950
Key:
metari/qmios

Data

{'content': 'μεταρίθμιος\n μετ-ᾰρίθμιος, ον\n ἀριθμός\n counted among others, c. dat. pl., Hhymn.', 'key': 'metari/qmios'}