Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μετάπεμπτος
μεταπέμπω
μεταπέταμαι
μεταπηδάω
μεταπίπτω
μεταπλάσσω
μεταποιέω
μεταπορεύομαι
μετάπρασις
μεταπρεπής
μεταπρέπω
μετάπτωσις
μεταπύργιον
μεταρίθμιος
μεταρρέω
μεταρρίπτω
μεταρρυθμίζω
μεταρσιολεσχία
μεταρσιόω
μετάρσιος
μετασεύομαι
View word page
μεταπρέπω
μεταπρέπω to distinguish oneself or be distinguished among others, c. dat. pl., Hom.
ShortDef
to distinguish oneself
Debugging
Headword:
μεταπρέπω
Headword (normalized):
μεταπρέπω
Headword (normalized/stripped):
μεταπρεπω
IDX:
20926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20947
Key:
metapre/pw
Data
{'content': 'μεταπρέπω\n to distinguish oneself or be distinguished among others, c. dat. pl., Hom.', 'key': 'metapre/pw'}