Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεταβάπτω
μεταπεμπτέος
μετάπεμπτος
μεταπέμπω
μεταπέταμαι
μεταπηδάω
μεταπίπτω
μεταπλάσσω
μεταποιέω
μεταπορεύομαι
μετάπρασις
μεταπρεπής
μεταπρέπω
μετάπτωσις
μεταπύργιον
μεταρίθμιος
μεταρρέω
μεταρρίπτω
μεταρρυθμίζω
μεταρσιολεσχία
μεταρσιόω
View word page
μετάπρασις
μετάπρασις μετά-πρᾱσις, ιος, ἡ, a selling by retail, retail-trade, Strab.

ShortDef

a selling by retail, retail-trade

Debugging

Headword:
μετάπρασις
Headword (normalized):
μετάπρασις
Headword (normalized/stripped):
μεταπρασις
IDX:
20924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20945
Key:
meta/prasis

Data

{'content': 'μετάπρασις\n μετά-πρᾱσις, ιος, ἡ,\n a selling by retail, retail-trade, Strab.', 'key': 'meta/prasis'}