Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεταβάλλω
μεταβάπτω
μεταπεμπτέος
μετάπεμπτος
μεταπέμπω
μεταπέταμαι
μεταπηδάω
μεταπίπτω
μεταπλάσσω
μεταποιέω
μεταπορεύομαι
μετάπρασις
μεταπρεπής
μεταπρέπω
μετάπτωσις
μεταπύργιον
μεταρίθμιος
μεταρρέω
μεταρρίπτω
μεταρρυθμίζω
μεταρσιολεσχία
View word page
μεταπορεύομαι
μεταπορεύομαι fut. -εύσομαι aor1 -επορεύθην Dep. to go after, follow up, ἔχθραν Lys. to pursue, punish, Polyb.
ShortDef
to go after, follow up
Debugging
Headword:
μεταπορεύομαι
Headword (normalized):
μεταπορεύομαι
Headword (normalized/stripped):
μεταπορευομαι
IDX:
20923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20944
Key:
metaporeu/omai
Data
{'content': 'μεταπορεύομαι\n fut. -εύσομαι\n aor1 -επορεύθην\n Dep.\n to go after, follow up, ἔχθραν Lys.\n to pursue, punish, Polyb.', 'key': 'metaporeu/omai'}