Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεταβαίνω
μεταβάλλω
μεταβάπτω
μεταπεμπτέος
μετάπεμπτος
μεταπέμπω
μεταπέταμαι
μεταπηδάω
μεταπίπτω
μεταπλάσσω
μεταποιέω
μεταπορεύομαι
μετάπρασις
μεταπρεπής
μεταπρέπω
μετάπτωσις
μεταπύργιον
μεταρίθμιος
μεταρρέω
μεταρρίπτω
μεταρρυθμίζω
View word page
μεταποιέω
μεταποιέω fut. ήσω to alter the make of a thing, remodel, alter, Solon., Dem. Mid. to make a pretence of, lay claim to, pretend to, c. gen., ἀρετῆς Thuc.

ShortDef

to alter the make of

Debugging

Headword:
μεταποιέω
Headword (normalized):
μεταποιέω
Headword (normalized/stripped):
μεταποιεω
IDX:
20922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20943
Key:
metapoie/w

Data

{'content': 'μεταποιέω\n fut. ήσω\n to alter the make of a thing, remodel, alter, Solon., Dem.\n Mid. to make a pretence of, lay claim to, pretend to, c. gen., ἀρετῆς Thuc.', 'key': 'metapoie/w'}