Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεταπείθω
μετά
μεταβαίνω
μεταβάλλω
μεταβάπτω
μεταπεμπτέος
μετάπεμπτος
μεταπέμπω
μεταπέταμαι
μεταπηδάω
μεταπίπτω
μεταπλάσσω
μεταποιέω
μεταπορεύομαι
μετάπρασις
μεταπρεπής
μεταπρέπω
μετάπτωσις
μεταπύργιον
μεταρίθμιος
μεταρρέω
View word page
μεταπίπτω
μεταπίπτω fut. -πεσοῦμαι to fall differently, undergo a change, μ. τὸ εἶδος Hdt., or εἰς ἄλλο εἶδος Plat.: also, to change oneʼs opinion suddenly, Eur., Ar.; εἰ τρεῖς μόναι μετέπεσον τῶν ψήφων Plat. to change, esp. for the worse, μεταπίπτοντος δαίμονος if fortune changes, Eur.; rarely for the better, Eur.:—of political changes, to undergo change or revolution, Thuc.

ShortDef

to fall differently, undergo a change

Debugging

Headword:
μεταπίπτω
Headword (normalized):
μεταπίπτω
Headword (normalized/stripped):
μεταπιπτω
IDX:
20920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20941
Key:
metapi/ptw

Data

{'content': 'μεταπίπτω\n fut. -πεσοῦμαι\n to fall differently, undergo a change, μ. τὸ εἶδος Hdt., or εἰς ἄλλο εἶδος Plat.: also, to change oneʼs opinion suddenly, Eur., Ar.; εἰ τρεῖς μόναι μετέπεσον τῶν ψήφων Plat.\n to change, esp. for the worse, μεταπίπτοντος δαίμονος if fortune changes, Eur.; rarely for the better, Eur.:—of political changes, to undergo change or revolution, Thuc.', 'key': 'metapi/ptw'}