Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεταπαυσωλή
μεταπείθω
μετά
μεταβαίνω
μεταβάλλω
μεταβάπτω
μεταπεμπτέος
μετάπεμπτος
μεταπέμπω
μεταπέταμαι
μεταπηδάω
μεταπίπτω
μεταπλάσσω
μεταποιέω
μεταπορεύομαι
μετάπρασις
μεταπρεπής
μεταπρέπω
μετάπτωσις
μεταπύργιον
μεταρίθμιος
View word page
μεταπηδάω
μεταπηδάω fut. ήσομαι to leap from one place to another, jump about, Luc.

ShortDef

to leap from one place to another, jump about

Debugging

Headword:
μεταπηδάω
Headword (normalized):
μεταπηδάω
Headword (normalized/stripped):
μεταπηδαω
IDX:
20919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20940
Key:
metaphda/w

Data

{'content': 'μεταπηδάω\n fut. ήσομαι\n to leap from one place to another, jump about, Luc.', 'key': 'metaphda/w'}