Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀμφότερος
ἀμφοτέρωθεν
ἀμφοτέρωθι
ἀμφοτέρωσε
ἀμφοτέρως
ἀμφουδίς
ἀμφώβολος
ἄμφω
ἄμφωτος
ἀμώμητος
ἄμωμος
ἁμῶς
ἄν
ἀναβάδην
ἀναβαίνω
ἀναβακχεύω
ἀναβάλλω
ἀναβαπτίζω
ἀνάβασις
ἀναβαστάζω
ἀναβάτης
View word page
ἄμωμος
ἄμωμος without blame, blameless, Hdt., Aesch.

ShortDef

without blame, blameless

Debugging

Headword:
ἄμωμος
Headword (normalized):
ἄμωμος
Headword (normalized/stripped):
αμωμος
IDX:
2094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2094
Key:
a)/mwmos

Data

{'content': 'ἄμωμος\n without blame, blameless, Hdt., Aesch.', 'key': 'a)/mwmos'}