Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεταπαύομαι
μεταπαυσωλή
μεταπείθω
μετά
μεταβαίνω
μεταβάλλω
μεταβάπτω
μεταπεμπτέος
μετάπεμπτος
μεταπέμπω
μεταπέταμαι
μεταπηδάω
μεταπίπτω
μεταπλάσσω
μεταποιέω
μεταπορεύομαι
μετάπρασις
μεταπρεπής
μεταπρέπω
μετάπτωσις
μεταπύργιον
View word page
μεταπέταμαι
μεταπέταμαι or -πέτομαι fut. -πτήσομαι aor2 -επτάμην Dep. to fly to another place, fly away, Luc.
ShortDef
to fly to another place, fly away
Debugging
Headword:
μεταπέταμαι
Headword (normalized):
μεταπέταμαι
Headword (normalized/stripped):
μεταπεταμαι
IDX:
20918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20939
Key:
metape/tamai
Data
{'content': 'μεταπέταμαι\n or -πέτομαι\n fut. -πτήσομαι\n aor2 -επτάμην\n Dep. to fly to another place, fly away, Luc.', 'key': 'metape/tamai'}