Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεταπαιδεύω
μεταπαύομαι
μεταπαυσωλή
μεταπείθω
μετά
μεταβαίνω
μεταβάλλω
μεταβάπτω
μεταπεμπτέος
μετάπεμπτος
μεταπέμπω
μεταπέταμαι
μεταπηδάω
μεταπίπτω
μεταπλάσσω
μεταποιέω
μεταπορεύομαι
μετάπρασις
μεταπρεπής
μεταπρέπω
μετάπτωσις
View word page
μεταπέμπω
μεταπέμπω fut. ψω to send after, Eur., Ar.:— to send for, summon, Lat. arcessere, Hdt., etc.; so in Med: —Pass., aor1 μεταπεμφθῆναι to be sent for, Dem.

ShortDef

to send after

Debugging

Headword:
μεταπέμπω
Headword (normalized):
μεταπέμπω
Headword (normalized/stripped):
μεταπεμπω
IDX:
20917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20938
Key:
metape/mpw

Data

{'content': 'μεταπέμπω\n fut. ψω\n to send after, Eur., Ar.:— to send for, summon, Lat. arcessere, Hdt., etc.; so in Med: —Pass., aor1 μεταπεμφθῆναι to be sent for, Dem.', 'key': 'metape/mpw'}