Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μετανάστρια
μετανίσομαι
μετανίστημι
μετανοέω
μετάνοια
μεταντλέω
μεταξύ
μεταπαιδεύω
μεταπαύομαι
μεταπαυσωλή
μεταπείθω
μετά
μεταβαίνω
μεταβάλλω
μεταβάπτω
μεταπεμπτέος
μετάπεμπτος
μεταπέμπω
μεταπέταμαι
μεταπηδάω
μεταπίπτω
View word page
μεταπείθω
μεταπείθω fut. σω to change a manʼs persuasion, Ar., Dem.:—Pass. to be persuaded to change, Plat., etc.

ShortDef

to change a man's persuasion

Debugging

Headword:
μεταπείθω
Headword (normalized):
μεταπείθω
Headword (normalized/stripped):
μεταπειθω
IDX:
20910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20931
Key:
metapei/qw

Data

{'content': 'μεταπείθω\n fut. σω\n to change a manʼs persuasion, Ar., Dem.:—Pass. to be persuaded to change, Plat., etc.', 'key': 'metapei/qw'}