Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεταμώνιος
μεταναγιγνώσκομαι
μεταναιετάω
μεταναιέτης
μετανάστασις
μετανάστης
μετανάστιος
μετανάστρια
μετανίσομαι
μετανίστημι
μετανοέω
μετάνοια
μεταντλέω
μεταξύ
μεταπαιδεύω
μεταπαύομαι
μεταπαυσωλή
μεταπείθω
μετά
μεταβαίνω
μεταβάλλω
View word page
μετανοέω
μετανοέω fut. ήσω to change oneʼs mind or purpose, Plat., Xen. to repent, Antipho., etc.

ShortDef

to change one's mind

Debugging

Headword:
μετανοέω
Headword (normalized):
μετανοέω
Headword (normalized/stripped):
μετανοεω
IDX:
20903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20924
Key:
metanoe/w

Data

{'content': 'μετανοέω\n fut. ήσω\n to change oneʼs mind or purpose, Plat., Xen.\n to repent, Antipho., etc.', 'key': 'metanoe/w'}