Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεταμπίσχω
μεταμφιάζω
μεταμώνιος
μεταναγιγνώσκομαι
μεταναιετάω
μεταναιέτης
μετανάστασις
μετανάστης
μετανάστιος
μετανάστρια
μετανίσομαι
μετανίστημι
μετανοέω
μετάνοια
μεταντλέω
μεταξύ
μεταπαιδεύω
μεταπαύομαι
μεταπαυσωλή
μεταπείθω
μετά
View word page
μετανίσομαι
μετανίσομαι to pass over to the other side, Ἠέλιος μετενίσσετο the sun was passing over the meridian, Hom. c. acc. to go after, pursue, Eur.: also to win, get possession of, Pind.

ShortDef

pass over to the other side

Debugging

Headword:
μετανίσομαι
Headword (normalized):
μετανίσομαι
Headword (normalized/stripped):
μετανισομαι
IDX:
20901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20922
Key:
metani/ssomai

Data

{'content': 'μετανίσομαι\n to pass over to the other side, Ἠέλιος μετενίσσετο the sun was passing over the meridian, Hom.\n c. acc. to go after, pursue, Eur.: also to win, get possession of, Pind.', 'key': 'metani/ssomai'}