Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεταμίγνυμι
μεταμορφόω
μεταμόρφωσις
μεταμπίσχω
μεταμφιάζω
μεταμώνιος
μεταναγιγνώσκομαι
μεταναιετάω
μεταναιέτης
μετανάστασις
μετανάστης
μετανάστιος
μετανάστρια
μετανίσομαι
μετανίστημι
μετανοέω
μετάνοια
μεταντλέω
μεταξύ
μεταπαιδεύω
μεταπαύομαι
View word page
μετανάστης
μετανάστης μετα-νάστης, ου, ὁ, ναίω one who has changed his home, a wanderer, immigrant, commonly as a term of reproach, like Scottish land-louper, Il.

ShortDef

one who has changed his home, a wanderer, immigrant

Debugging

Headword:
μετανάστης
Headword (normalized):
μετανάστης
Headword (normalized/stripped):
μεταναστης
IDX:
20898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20919
Key:
metana/sths

Data

{'content': 'μετανάστης\n μετα-νάστης, ου, ὁ,\n ναίω\n one who has changed his home, a wanderer, immigrant, commonly as a term of reproach, like Scottish land-louper, Il.', 'key': 'metana/sths'}