Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεταμέλπομαι
μεταμίσγω
μεταμίγνυμι
μεταμορφόω
μεταμόρφωσις
μεταμπίσχω
μεταμφιάζω
μεταμώνιος
μεταναγιγνώσκομαι
μεταναιετάω
μεταναιέτης
μετανάστασις
μετανάστης
μετανάστιος
μετανάστρια
μετανίσομαι
μετανίστημι
μετανοέω
μετάνοια
μεταντλέω
μεταξύ
View word page
μεταναιέτης
μεταναιέτης μετα-ναιέτης, ου, ὁ, one who dwells with, Hes.

ShortDef

one who dwells with

Debugging

Headword:
μεταναιέτης
Headword (normalized):
μεταναιέτης
Headword (normalized/stripped):
μεταναιετης
IDX:
20896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20917
Key:
metanaie/ths

Data

{'content': 'μεταναιέτης\n μετα-ναιέτης, ου, ὁ,\n one who dwells with, Hes.', 'key': 'metanaie/ths'}