Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
μεταλλευτής
μεταλλευτικός
μεταλλεύω
μεταλλικός
μέταλλον
μεταμαίομαι
μεταμανθάνω
μεταμείβω
μεταμέλει
μεταμέλεια
μεταμελητικός
μετάμελος
μεταμέλπομαι
μεταμίσγω
μεταμίγνυμι
μεταμορφόω
μεταμόρφωσις
μεταμπίσχω
μεταμφιάζω
μεταμώνιος
μεταναγιγνώσκομαι
View word page
μεταμελητικός
μεταμελητικός μεταμελητικός, ή, όν full of regrets, Arist. from μεταμέλομαι
ShortDef
full of regrets
Debugging
Headword:
μεταμελητικός
Headword (normalized):
μεταμελητικός
Headword (normalized/stripped):
μεταμελητικος
IDX:
20884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20905
Key:
metamelhtiko/s
Data
{'content': 'μεταμελητικός\n μεταμελητικός, ή, όν\n full of regrets, Arist.\n from μεταμέλομαι', 'key': 'metamelhtiko/s'}