μεταμελητικός
μεταμελητικός
μεταμελητικός, ή, όν
full of regrets, Arist.
from μεταμέλομαι
{ "content": "μεταμελητικός\n μεταμελητικός, ή, όν\n full of regrets, Arist.\n from μεταμέλομαι", "key": "metamelhtiko/s" }