Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

μεταλλάσσω
μετάλλατος
μεταλλάω
μεταλλεία
μεταλλευτής
μεταλλευτικός
μεταλλεύω
μεταλλικός
μέταλλον
μεταμαίομαι
μεταμανθάνω
μεταμείβω
μεταμέλει
μεταμέλεια
μεταμελητικός
μετάμελος
μεταμέλπομαι
μεταμίσγω
μεταμίγνυμι
μεταμορφόω
μεταμόρφωσις
View word page
μεταμανθάνω
μεταμανθάνω fut. -μαθήσομαι to learn differently, μετ. γλῶσσαν to unlearn one language and learn another instead, Hdt.; μ. ὕμνον to learn a new strain, Aesch. to learn to forget, unlearn, Lat. dediscere, Aeschin. absol. to learn better, Ar.

ShortDef

to learn differently

Debugging

Headword:
μεταμανθάνω
Headword (normalized):
μεταμανθάνω
Headword (normalized/stripped):
μεταμανθανω
IDX:
20880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n20901
Key:
metamanqa/nw

Data

{'content': 'μεταμανθάνω\n fut. -μαθήσομαι\n to learn differently, μετ. γλῶσσαν to unlearn one language and learn another instead, Hdt.; μ. ὕμνον to learn a new strain, Aesch.\n to learn to forget, unlearn, Lat. dediscere, Aeschin.\n absol. to learn better, Ar.', 'key': 'metamanqa/nw'}