Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀμφορεύς
ἀμφορίσκος
ἀμφοτέρῃ
ἀμφοτερόπλοος
ἀμφότερος
ἀμφοτέρωθεν
ἀμφοτέρωθι
ἀμφοτέρωσε
ἀμφοτέρως
ἀμφουδίς
ἀμφώβολος
ἄμφω
ἄμφωτος
ἀμώμητος
ἄμωμος
ἁμῶς
ἄν
ἀναβάδην
ἀναβαίνω
ἀναβακχεύω
ἀναβάλλω
View word page
ἀμφώβολος
ἀμφώβολος ὀβολός a javelin or spit with double point, Eur.
ShortDef
a javelin
Debugging
Headword:
ἀμφώβολος
Headword (normalized):
ἀμφώβολος
Headword (normalized/stripped):
αμφωβολος
IDX:
2090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2090
Key:
a)mfw/bolos
Data
{'content': 'ἀμφώβολος\n ὀβολός\n a javelin or spit with double point, Eur.', 'key': 'a)mfw/bolos'}